σκευοφυλακώ

σκευοφυλακώ
-έω, Α [σκευοφύλαξ, -ακος]
φυλάγω τις αποσκευές, είμαι σκευοφύλακας («περιπέμψαντος ἔξω τῆς φάλαγγος ἱππεῑς τοῑς σκευοφυλακοῡσι προσβαλοῡντας», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”